Πολύιδος

Πολύιδος
Πολύϊδος , Πολύϊδος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πολύιδος — Ένας από τους κυριότερους διθυραμβοποιούς του 4ου αι. π.Χ., που καταγόταν από τη Σηλυβρία της Σπάρτης. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο Π. είχε γνώσεις ζωγραφικής και μουσικής. Ο Αριστοτέλης, για να δηλώσει την πολλαπλή απασχόλησή του, τον ονομάζει… …   Dictionary of Greek

  • Πολυίδω — Πολυΐδω , Πολύϊδος masc nom/voc/acc dual Πολυΐδω , Πολύϊδος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Polyidos — Dans la mythologie grecque, Polyidos (en grec ancien Πολύιδος / Polýidos), fils de Céranos, est un devin d Argos[1] ou de Corinthe[2],[3]. Mythe …   Wikipédia en Français

  • Sophocle — Buste de Sophocle Nom de naissance Σοφοκλῆς / Sophoklễs Activités …   Wikipédia en Français

  • ПОЛИИД —    • Polyĭdus,          Πολύϊδος и Πολύειδος,        1. сын Кэрана, внук Абанта, правнук Мелампода, отец Евхенора, Астикратии и Манто, знаменитый прорицатель в Коринфе или Аргосе. Ноm. Il. 11, 633 слл. (см. Glaucus, Главк, 4);        2. сын… …   Реальный словарь классических древностей

  • Полиид — (др. греч. Πολύιδος)  персонаж древнегреческой мифологии.[1] Сын Керана, правнук Мелампода. Прорицатель[2] из Аргоса. Нашёл сравнение для чудесного телёнка из стада Миноса, менявшего свой цвет, сравнив его с шёлковицей[3]. На Крите воскресил …   Википедия

  • Polyidvs — POLYĬDVS, i, Gr. Πολύϊδος, ου, des Koiranus Sohn, ein besonderer Wahrsager, welcher des Minos Sohn, den Glaukus, wieder lebendig machte. Apollod. l. III. c. 3. §. 1. 2. Hyg. Fab. 136. & Palæph. de incred. c. 27. Sieh Glaucus Minois. Er hielt sich …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • βότανο — Ποώδες φυτό με θεραπευτικές αλλά και βλαβερές ιδιότητες. Από πολύ παλιά το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, άλλοτε για φαρμακευτικούς σκοπούς και άλλοτε για να εξοντώνουν τους εχθρούς τους, επειδή σε μεγάλες δόσεις δρούσε ως ισχυρό δηλητήριο. Οι… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”